- παράδρομαξ
- παράδρομ-αξ, ακος, ὁ,A mantle, wrap, POxy.1346 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραδρόμαξ — ακος, ό, Α επενδύτης, μανδύας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δρόμος + επίθημα αξ] … Dictionary of Greek